επιπιέζω

επιπιέζω
ἐπιπιέζω (Α)
πιέζω, θλίβω επάνω («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε», Ομ. Οδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπεπίεζε — ἐπιπιέζω press upon imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπιέζειν — ἐπιπιέζω press upon pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπιέζεσθαι — ἐπιπιέζω press upon pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπιεσμός — ἐπιπιεσμός, ὁ (Α) [επιπιέζω] πίεση από πάνω …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”